τελειογόνος

τελειογόνος
-ον, Α
αυτός που γεννά τέλεια τα νεογνά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πλειστο-γόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τελειόγονα — τελειόγονος bearing perfect young neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειογονία — και τελεογονία, ἡ, Α [τελειογόνος] η τέλεια γέννηση («ἄγονον εἰς τελειογονίαν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • τελειογονώ — και τελεογονῶ, έω, ΜΑ [τελειογόνος] (για φυτά) παράγω τέλειους καρπούς, δένω τον καρπό μου (α. «ἀνθέων πρὶν τελειογονῆσας διαρρεόντων», Ευσ. β. «ἡ μηλέα τελεογονεῑ καὶ εκπέττει», Θεόφρ.) αρχ. μέσ. τελειογονοῡμαι, έομαι γεννιέμαι τέλειος,… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՏԱՐԵԼԱԾԻՆ — ( ) NBH 1 1062 Chronological Sequence: 6c ա. τελειογόνος perfectum dens partum եւ τελειογέννητος perfectus natus. Որ կատարեալ ծնանի զայլս, կամ յայլմէ. *Եւ իբրու զի ինքնակատար է, կատարելածին լինի լնլով: Կատարել եւ կատարելածինս անդԷն զամենայն ինչ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”